- κομψοπρεπής
- -ές (Α κομψοπρεπής, -ές)ο κομψός στους τρόπους και στην εμφάνιση.επίρρ...κομψοπρεπώςκομψά, με κομψότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής, αρχαιο-πρεπής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομψοπρεπῆ — κομψοπρεπής ingenious seeming neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κομψοπρεπής ingenious seeming masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κομψοπρεπής ingenious seeming masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψοπρεπεῖς — κομψοπρεπής ingenious seeming masc/fem acc pl κομψοπρεπής ingenious seeming masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψοπρεπές — κομψοπρεπής ingenious seeming masc/fem voc sg κομψοπρεπής ingenious seeming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψοπρέπεια — η κομψότητα στους τρόπους και στην εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψοπρεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο] … Dictionary of Greek
κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… … Dictionary of Greek